гатить - translation to πορτογαλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

гатить - translation to πορτογαλικά

ДОРОГА ЧЕРЕЗ БОЛОТО ИЛИ ЗАТОПЛЕННЫЙ УЧАСТОК СУШИ, НАСТИЛ ЧЕРЕЗ ТРЯСИНУ
Гатить; Гачивать
  • Гать.

гатить      
faxinar
faxinar vt      

1) укреплять фашинами, гатить;
2) связывать в пучки
хворост      
ramagem seca ; chamiço (m) ; (для гати) faxina (f) ; кулин. grissinos (m, pl)

Ορισμός

гатить
ГАТ'ИТЬ, гачу, гатишь, ·несовер., что (спец.). Покрывать гатью.

Βικιπαίδεια

Гать

Гать — гаченое или загаченное место, гаченая дорога в болотной местности; насыпь, плотина, дорога через болото или загаченный участок затопленной суши, настил через трясину.

Процесс заваливать воду, топь или болото хворостом, соломой, землёй называется га́тить, га́чивать. Гать делается из брёвен, уложенных обычно поперёк движения. Гатить — строить гать через болото.